Ιάκωβος
Aspeto
Substantivo
[editar]Ιά.κω.βος (Iáko̱vos), próprio
Declinação
[editar]Etimologia
[editar]- Do grego antigo Ἰάκωβος (Iáko̱vos) e este do hebraico antigo יעקב (Ya'aqov). Significa aquele que segurou pelo calcanhar.
Ιά.κω.βος (Iáko̱vos), próprio
Antigo Testamento/Velho Testamento: Γένεση • Έξοδος • Λευϊτικό • Αριθμοί • Δευτερονόμιο • Ιησούς • Κριτές • Ρουθ • Σαμουήλ • Βασιλειών Α' • Βασιλειών Β' • Παραλειπομένων Α' • Παραλειπομένων Β' • Έσδρας • Νεεμίας • Εσθήρ • Ιώβ • Ψαλμοί • Παροιμίες • Εκκλησιαστής • Άσμα Ασμάτων • Ησαΐας • Ιερεμίας • Θρήνοι • Ιεζεκιήλ • Ντάνιελ • Ωσηέ • Ιωήλ • Αμώς • Οβδιού • Ιωνάς • Μιχαίας • Ναούμ • Αββακούμ • Σοφονίας • Αγγαίος • Ζαχαρίας • Μαλαχίας
Novo Testamento: Ματθαίος • Μάρκος • Λουκάς • Ιωάννης • Πράξεις των Αποστόλων • προς Ρωμαίους • Κορινθίους Α' • Κορινθίους Β' • Γαλάτες • Εφεσίους • Φιλιππησίους • Κολοσσαείς • Θεσσαλονικείς Α' • Θεσσαλονικείς Β' • Τιμόθεος • Τίτος • Φιλήμων • Εβραίους • Ιάκωβος • Πέτρος • Ιωάννης • Ιούδας • Αποκάλυψη