πορτοκάλι
Aspeto
Substantivo
[editar]πορτοκάλι (portokáli), neutro (plural: πορτοκάλια, portokália)
- (fruta) laranja
- Το Καμπέλι πάλο ψήνεται στο φούρνο και μπορεί να ολοκληρωθεί με τηγανισμένες φέτες καρότων, σταφίδων, φλούδων πορτοκαλιού σε λωρίδες, και ψιλοκομμένους ξηρούς καρπούς, όπως τα φιστίκια ή τα αμύγδαλα. (O Qabili palau é assado no forno e pode ser coberto com rodelas fritas de cenoura, passas, cascas de laranja em tiras e nozes picadas, como amendoim ou amêndoa.)
Declinação
[editar] Substantivo neutro (–ι)