πλούσιος
Adjetivo
[editar]πλούσιος (plúsios) - masculino - feminino: πλουσία - neutro: πλούσιον
Adjetivo
[editar]πλούσιος (plúsios) - masculino - feminino: πλούσια - neutro: πλούσιο
- rico, abundante
- Έχει πλούσια αισθήματα (sentimentos ricos)
- Είναι πλούσιος, από πλούσια οικογένεια (é rico, de uma família rica)
- 'Εκαναν πλούσιο δείπνο (alimento abundante para o jantar)