Saltar para o conteúdo

καρότο

Origem: Wikcionário, o dicionário livre.
Cenoura

Substantivo

[editar]

καρότο, (karóto), neutro

  1. cenoura
    • Το Καμπέλι πάλο ψήνεται στο φούρνο και μπορεί να ολοκληρωθεί με τηγανισμένες φέτες καρότων, σταφίδων, φλούδων πορτοκαλιού σε λωρίδες, και ψιλοκομμένους ξηρούς καρπούς, όπως τα φιστίκια ή τα αμύγδαλα. (O Qabili palau é assado no forno e pode ser coberto com rodelas fritas de cenoura, passas, cascas de laranja em tiras e nozes picadas, como amendoim ou amêndoa.)

Declinação

[editar]

Ver também

[editar]

Na Wikipédia

[editar]