γκαράζ
Aspeto
Substantivo
[editar]γκαράζ (garáz)
Partes da Casa
[editar]- μπάνιο (bánio)
- λουτρό (lutró)
- κρεβατοκάμαρα (krevatokámara)
- υπνοδωμάτιο (hypnodomátio)
- δωμάτιο (domátio)
- τουαλέτα (tualéta))
- σαλόνι (saloni)
- χολ (holl)
- τραπεζαρία (trapezaría)
- κουζίνα (kuzína)