αγαπώ

Origem: Wikcionário, o dicionário livre.

Grego[editar]

Verbo[editar]

αγαπώ, transitivo

  1. amar

Conjugação[editar]

Formas Impessoais
Infinitivo αγαπήσει
Particípio Passado αγαπώντας
Voz Ativa - Formas Pessoais
singular plural
Pessoa primeira segunda terceira primeira segunda terceira
Modo Indicativo Presente αγαπώ αγαπάς αγαπά/αγαπει αγαπάμε αγαπάτε αγαπούν
αγαπάνε
Imperfeito αγαπούσα αγαπούσες αγαπούσε αγαπούσαμε αγαπούσατε αγαπούσαν
Aoristo αγάπησα αγάπησες αγάπησε αγαπήσαμε αγαπήσατε αγάπησαν
αγάπήσανε
Perfeito έχω αγαπήσει έχεις αγαπήσει έχει αγαπήσει έχουμε αγαπήσει έχετε αγαπήσει έχουν αγαπήσει
Mais-que-perfeito είχα αγαπήσει είχες αγαπήσει είχε αγαπήσει είχαμε αγαπήσει είχατε αγαπήσει είχαν αγαπήσει
Fut. Μοm. θα αγαπήσω θα αγαπήσεις θα αγαπήσει θα αγαπήσουμε θα αγαπήσετε θα αγαπήσουν
Fut. Cont. θα αγαπώ θα αγαπάς θα αγαπά
αγαπει
θα αγαπάμε θα αγαπάτε θα αγαπούν
αγαπάνε
Fut. Perf. θα έχω αγαπήσει θα έχεις αγαπήσει θα έχει αγαπήσει θα έχουμε αγαπήσει θα έχετε αγαπήσει θα έχουν αγαπήσει
Modo Conjuntivo Presente (για) να αγαπώ (για) να αγαπάς (για) να αγαπά
αγαπει
(για) να αγαπάμε (για) να αγαπάτε (για) να αγαπούν
Aoristo (για) να αγαπήσω (για) να αγαπήσεις (για) να αγαπήσει (για) να αγαπήσουμε (για) να αγαπήσετε (για) να αγαπήσουν
Perfeito (για) να έχω αγαπήσει (για) να έχεις αγαπήσει (για) να έχει αγαπήσει (για) να έχουμε αγαπήσει (για) να έχετε αγαπήσει (για) να έχουν [αγαπήσει]]
Modo Imperativo Presente αγάπα αγαπάτε
Aoristo αγάπησε αγαπήστε